- σαγιάκι
- το και σαγιάτσι,το (λ. τουρκ.)1. χοντρό μάλλινο ύφασμα.2. γυναικείο ένδυμα, σεγκούνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαγιάκι — το, Ν 1. είδος χονδρού μάλλινου υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονται κυρίως οι κάπες και οι κουβέρτες τών χωρικών 2. είδος κοντού ενδύματος τών χωρικών που κατασκευάζεται από αυτό το ύφασμα, αλλ. σαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sayak] … Dictionary of Greek
σαγιάς — ο, Ν είδος επενδύτη τών χωρικών που κατασκευάζεται από χονδρό ύφασμα, αλλ. σαγιάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sayak «χοντρό ύφασμα» (πρβλ. και σαγιάκι)] … Dictionary of Greek
σαγιακένιος — και σαγιακήσιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από σαγιάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγιάκι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
σάγισμα — το, ΝΜ, και σάισμα Ν κομμάτι από σαγιάκι που επιστρώνεται στη ράχη τών υποζυγίων ή χρησιμοποιείται ως κλινοσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγίον < σάγος «χοντρός μανδύας»] … Dictionary of Greek
saia — SAIÁ1, saiele, s.f. Aţă pentru însăilat; p. ext. cusătură provizorie, cu împunsături rare; şular. [pr.: sa ia] – et. nec. cf. î n s ă i l a . Trimis de LauraGellner, 17.07.2004. Sursa: DEX 98 SAIÁ2, saiele, s.f. (reg.) Adăpost (improvizat)… … Dicționar Român